- χιονοθύελλα
- blizzard
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
χιονοθύελλα — η θύελλα που συνοδεύεται από χιόνι: Είχε μεγάλη χιονοθύελλα χτες στην περιοχή αυτή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χιονοθύελλα — η, Ν (μετεωρ.) ισχυρή διαταραχή τής ατμόσφαιρας, η οποία συνοδεύεται από έντονη χιονόπτωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιόνι + θύελλα. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στο περιοδικό Παρνασσός] … Dictionary of Greek
νιφετός — ο (Α νιφετός) χιόνι που πέφτει, πτώση χιονιού, χιονοθύελλα αρχ. 1. βροχή, υετός 2. μτφ. καθετί που πέφτει ραγδαία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηδενισμένη βαθμίδα νιφ τού νείφει «χιονίζει + επίθημα ετός (πρβλ. υετός)] … Dictionary of Greek
νιφοβολία — νιφοβολία, ἡ (Μ)[νιφόβολος] χιονοθύελλα, νιφετός, πτώση χιονιού … Dictionary of Greek
νιφόβλημα — το 1. χιονοστιβάδα 2. χιονοθύελλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νίφα + βάλλω] … Dictionary of Greek
Ανταρκτική — Επιστημονική ονομασία της ηπειρωτικής περιοχής που είναι γνωστή κυρίως ως Νότιος Πόλος. Εκτείνεται γύρω από τον Νότιο Πόλο, βρίσκεται ολόκληρη Ν του Νότιου Πολικού Κύκλου και περιβάλλεται από τα νότια τμήματα του Ειρηνικού, του Ινδικού και του… … Dictionary of Greek
Βασιλένκο, Σεργκέι — (Sergei Vasilenko, Μόσχα 1872 – 1956). Ρώσος μουσικοσυνθέτης. Συνεχίζοντας την παράδοση των αντιπροσώπων της ρωσικής σχολής του 19ου αι., που τα ενδιαφέροντά τους διχάζονταν συχνά μεταξύ της μουσικής και άλλων κλάδων ολότελα άσχετων, σπούδασε… … Dictionary of Greek
Κινκ, Χανς Eρνστ — (Hans Ernst Kinck, Έκσφιορντ 1865 – Όσλο 1926). Νορβηγός συγγραφέας. Τα πρώτα του έργα ήταν αφιερωμένα αποκλειστικά στην περιγραφή της φύσης, όπως τα διηγήματα Νέοι άνθρωποι (1893) και Τα φτερά της νυχτερίδας (1895). Ακολούθησαν μερικά δραματικά… … Dictionary of Greek
Τανέγιεφ — Επώνυμο 2 Ρώσων μουσικοσυνθετών. 1. Αλέξανδρος Σεργκιέγιεβιτς (1850 – 1918). Ήταν μαθητής του Ράιχελ στη Δρέσδη και του Ρίμσκι Κόρσακοφ στην Πετρούπολη. Έγραψε τα μελοδράματα Ερωτική εκδίκηση και Χιονοθύελλα, 3 συμφωνίες και το συμφωνικό ποίημα… … Dictionary of Greek
χιονοκαταιγίδα — η χιονοθύελλα, χιονοστρόβιλος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χιονοστρόβιλος — ο χιονοθύελλα, χιόνι που στροβιλίζεται από τον άνεμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)